- ὑποστῇ
- ὑφίστημιplaceaor subj mid 2nd sgὑφίστημιplaceaor subj act 3rd sgὑποστάζωdrop slowlyfut ind mid 2nd sg (doric)ὑποστάζωdrop slowlyfut ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόστη — ἡ, Α βλ. ὑπώστη … Dictionary of Greek
υπώστη — και ὑπόστη, ἡ, Α 1. τύμβος 2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek
ὑπόστα — ὑπόστᾱ , ὑφίστημι place aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) ὑπόστᾱ , ὑφίστημι place aor ind act 3rd sg (doric) ὑπόστᾱ , ὑπόστη fem nom/voc/acc dual ὑπόστᾱ , ὑπόστη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)